- μεθυδριάς
- μεθυδριάς, -άδος, ἡ (Α)νύμφη τών υδάτων, νεράιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὑδριάς «αυτή που ζει στα νερά» (< ὕδριος), πρβλ. εφ-υδριάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθυδριάσιν — μεθυδριάς water nymph fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)